φατνωματικός,

φατνωματικός,
φατνωματικός, u. φατνωτός, ausgelegt, getäfelt, in Felder, Fächer geteilt

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φατνωματικός — ή, όν, Α [φάτνωμα, ώματος] φατνωτός …   Dictionary of Greek

  • φατνωματικός — ή, ό ο ποικιλμένος με φατνώματα (βλ. λ.), ο γεμάτος φατνώματα: Φατνωματική στέγη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φατνωματικήν — φατνωματικός coffered fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”